μειλικτικός

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτικός Medium diacritics: μειλικτικός Low diacritics: μειλικτικός Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meiliktikós Transliteration B: meiliktikos Transliteration C: meiliktikos Beta Code: meiliktiko/s

English (LSJ)

μειλικτική, μειλικτικόν, = μειλικτήριος (able to soothe); Adv. μειλικτικῶς Sch. Ar. Pl. 233.

German (Pape)

[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.

Greek Monolingual

μειλικτικός, -ή, -όν (Α)
μειλικτός
ο μειλικτήριος.
επίρρ...
μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο.