μειλιχόβουλος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
μειλιχόβουλον, mild-counselling, Procl.H.7.40.
German (Pape)
[Seite 116] mild rathend, Procl. h. Min. 40.
Greek (Liddell-Scott)
μειλῐχόβουλος: -ον, ὁ μειλίχια βουλευόμενος, ἤπιος, πρᾶος, Πρόκλου Ὕμν. 6.
Greek Monolingual
μειλιχόβουλος, ὁ (Α)
αυτός που σκέφτεται μειλίχια, πράος, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + -βουλος) < βουλεύομαι), πρβλ. υστερόβουλος].