μελάρρινος

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάρρῑνος Medium diacritics: μελάρρινος Low diacritics: μελάρρινος Capitals: ΜΕΛΑΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: melárrinos Transliteration B: melarrinos Transliteration C: melarrinos Beta Code: mela/rrinos

English (LSJ)

μελάρρινον, (ῥινόν) black-skinned, Nonn. D. 14.395,al.

Greek (Liddell-Scott)

μελάρρῑνος: -ον, (ῥινὸν) ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Νόνν. 14. 395, κτλ.

Greek Monolingual

μελάρρινος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ῥίς, ῥινός (πρβλ. ένρινος)].

German (Pape)

[ῑ], mit schwarzer Haut, γενέθλη, Nonn. D. 14.395.