μελανούρι
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
το
1. κοινή ονομασία του ψαριού Oblada melanura
2. προσωνυμία όμορφου, σφριγηλού, μελαχρινού ανθρώπου, κυρίως κοριτσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανούριον, υποκορ. του αρχ. μελάνουρος].