μελανόπωλος

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόπωλος Medium diacritics: μελανόπωλος Low diacritics: μελανόπωλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: melanópōlos Transliteration B: melanopōlos Transliteration C: melanopolos Beta Code: melano/pwlos

English (LSJ)

μελανόπωλον, having black horses, Sch.E.Ph.606.

Greek Monolingual

μελανόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό-πωλος, ταχύπωλος)].