μελανόστερφος
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
μελανόστερφον, black-skinned, A.Fr.370 (μελαστ- cod. L, fort. μελανστ-).
German (Pape)
[Seite 120] mit schwarzer Haut, γένυς, Aesch. frg. 404 bei Schol. Ap. Rh. 4, 1348.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόστερφος: чернокожий (sc. γένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόστερφος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 389· ὁ Nauck μελανστέρφων, χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monolingual
μελανόστερφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στέρφος «δέρμα»].