μεμάθηκα

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

French (Bailly abrégé)

v. μανθάνω.

Greek Monotonic

μεμάθηκα: [μᾰ], παρακ. του μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μεμάθηκα: pf. к μανθάνω.