μεριμνῶ

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511

Mantoulidis Etymological

(=φροντίζω). Ἀπό τό ποιητ. μέρμηρα = μέριμνα. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό μείρομαι (=παίρνω μέρος). Ρίζα μερ- ἤ μαρ-.
Παράγωγα: μερίμνημα, μεριμνηματικός, μεριμνητής, μεριμνητικός.