μεριμνῶ
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Mantoulidis Etymological
(=φροντίζω). Ἀπό τό ποιητ. μέρμηρα = μέριμνα. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό μείρομαι (=παίρνω μέρος). Ρίζα μερ- ἤ μαρ-.
Παράγωγα: μερίμνημα, μεριμνηματικός, μεριμνητής, μεριμνητικός.