μερομήνια

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

και μεραμήνια και μερομήλια, τα
ορισμένες ημέρες του έτους, ιδίως οι πρώτες δώδεκα ημέρες του Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση τών οποίων ο λαός προβλέπει την καιρική κατάσταση που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια του έτους, αλλ. μουρομήνια, μηνολόγια, νερομήνια, καταμήνια, καταμηνάτα, κεφαλομήνια, χερομήλια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερο-μήνια < ημέρες + μήνες. Κατ' άλλη άποψη < νερο-μήνια «θυμωμένα νερά», με παρετυμολογική επίδραση του ημερο-μηνία].