μερομήνια
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
και μεραμήνια και μερομήλια, τα
ορισμένες ημέρες του έτους, ιδίως οι πρώτες δώδεκα ημέρες του Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση τών οποίων ο λαός προβλέπει την καιρική κατάσταση που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια του έτους, αλλ. μουρομήνια, μηνολόγια, νερομήνια, καταμήνια, καταμηνάτα, κεφαλομήνια, χερομήλια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερο-μήνια < ημέρες + μήνες. Κατ' άλλη άποψη < νερο-μήνια «θυμωμένα νερά», με παρετυμολογική επίδραση του ημερο-μηνία].