μεροποιός

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεροποιός Medium diacritics: μεροποιός Low diacritics: μεροποιός Capitals: ΜΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: meropoiós Transliteration B: meropoios Transliteration C: meropoios Beta Code: meropoio/s

English (LSJ)

μεροποιόν, creating parts, κίνησις πολλοποιὸς καὶ μ. Dam.Pr.221.

Greek Monolingual

μεροποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -ποιός].