ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: μεροποιός | Medium diacritics: μεροποιός | Low diacritics: μεροποιός | Capitals: ΜΕΡΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: meropoiós | Transliteration B: meropoios | Transliteration C: meropoios | Beta Code: meropoio/s |
μεροποιόν, creating parts, κίνησις πολλοποιὸς καὶ μ. Dam.Pr.221.
μεροποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -ποιός].