μεταθετός

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετό
α) η δυνατότητα μετάθεσης
β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο
γ) (καν. δίκ.) η αυθαίρετη ή η μετά από σχετική εκκλησιαστική απόφαση μετακίνηση επισκόπου ή άλλου κληρικού από την επισκοπή ή την ενορία του σε άλλη επισκοπή ή ενορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αχ. Αγαθόνικο].