μεταξοσκώληκας

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

και μεταξοσκώληξ και μεταξοσκούληκας, ο, και μεταξοσκούληκο, το
(ζωολ.-ζωοτεχν.) γενική ονομασία λεπιδόπτερων εντόμων τών οποίων οι κάμπιες παράγουν το εμπορεύσιμο μετάξι και, ειδικότερα, το εξημερωμένο είδος Sericaria bombyx mori της οικογένειας bombycidae, στην οποία ανήκουν 300 περίπου είδη.