μετείω
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
Ep. subj. pres. of μέτειμι (εἰμί sum).
German (Pape)
[Seite 158] ep. = μετῶ, conj. zu μέτειμι, Il. 23, 47.
French (Bailly abrégé)
sbj. prés. épq. de μέτειμι¹.
Russian (Dvoretsky)
μετείω: эп. praes. conjct. к μέτειμι I.
Greek (Liddell-Scott)
μετείω: Ἐπικ. ὑποτ. ἐνεστ. τοῦ μέτειμι (εἰμί).
English (Autenrieth)
see μέτειμ Od. 9.1.
Greek Monotonic
μετείω: Επικ. αντί μετῶ, υποτ. ενεστ. του μέτειμι (εἰμί, sum).