μετεγκλίνω

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεγκλίνω Medium diacritics: μετεγκλίνω Low diacritics: μετεγκλίνω Capitals: ΜΕΤΕΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: metenklínō Transliteration B: metenklinō Transliteration C: metegklino Beta Code: metegkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], in Pass., change inclination simultaneously with, Cleom.1.5.

Greek Monolingual

μετεγκλίνω (ΑΜ)
παθ. μετεγκλίνομαι
μεταβάλλω την κλίση ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐγ-κλίνω «μεταβάλλω την κλίση»].