μετεγκλίνω

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεγκλίνω Medium diacritics: μετεγκλίνω Low diacritics: μετεγκλίνω Capitals: ΜΕΤΕΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: metenklínō Transliteration B: metenklinō Transliteration C: metegklino Beta Code: metegkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], in Pass., change inclination simultaneously with, Cleom.1.5.

Greek Monolingual

μετεγκλίνω (ΑΜ)
παθ. μετεγκλίνομαι
μεταβάλλω την κλίση ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐγ-κλίνω «μεταβάλλω την κλίση»].