μετεωρικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
μετέωρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μετέωρο ή προέρχεται από μετέωρο («μετεωρικός κρατήρας» — κρατήρας που σχηματίζεται από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη)
2. αυτός που έχει τον εφήμερο χαρακτήρα μετεώρου
3. φρ. α) «μετεωρικό νερό»
(γεωλ.-μετεωρ.) νερό που υπάρχει στην ατμόσφαιρα της Γης και πέφτει στην επιφάνεια της με τη μορφή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, λ.χ. βροχής, χιονιού κ.λπ.
β) «μετεωρικό ρεύμα»
αστρον. η είσοδος στην ατμόσφαιρα της Γης μετεώρων ή διαττόντων αστέρων στο ίδιο περίπου μέρος του ουρανού και κατά τον ίδιο περίπου χρόνο.