μηνιαστεία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ, monthly service, PFlor.322.168 (iii A.D.).
Greek Monolingual
μηνιαστεία, ἡ (Α)
μηνιαία υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηνιαστής.