μηνιγγισμός
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Greek Monolingual
ο μήνιγξ
(παθολ.) σύνολο συμπτωμάτων που θυμίζουν μηνιγγίτιδα και που απαντά σε διάφορες οξείες νόσους, όπως είναι η γρίπη, η παρωτίτιδα, ο κοιλιακός τύφος και οι λεπτοσπειρώσεις.