μηρυκασμός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
ο μηρυκάζω
1. (για χορτοφάγα ζώα) επάνοδος στη στοματική κοιλότητα τροφών που υπέστησαν μια αρχική μάσηση και συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη κοιλία του στομάχου προκειμένου να γίνει πλήρης μάσηση και ενζυμική κατεργασία τους
2. ιατρ. α) σπάνια παθολογική συμπεριφορά που παρατηρείται σε παιδιά ηλικίας 6-18 μηνών και εκδηλώνεται με επαναφορά του περιεχομένου του στομάχου στο στόμα, όπου μασάται εκ νέου
β) συνεχής επανάληψη της ίδιας σκέψης σε περιπτώσεις καταθλιπτικών καταστάσεων και ιδεοληπτικής νεύρωσης
3. μτφ. στερεότυπη επανάληψη τών ίδιων λόγων.