μηρυκισμός
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ὁ, chewing the cud, μηρυκισμὸν μηρυκᾶσθαι LXX Le.11.26; also of a fish, Lyd.Mag.3.63: μᾱρ- Glossaria.
German (Pape)
[Seite 178] ὁ, das Wiederkäuen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μηρυκισμός: ὁ, τὸ μηρυκάζειν, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 3 κἑξ.).
Greek Monolingual
μηρυκισμός και μαρυκισμός, ὁ (Α) μηρυκίζω
ο μηρυκασμός.