μηχανούργος

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source

Greek Monolingual

μηχανοῦργος, -η, -ον (Μ)
πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -νοῦργος, κατά τα ραδιούργος, πανούργος].