μιαιγαμία

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιγᾰμία Medium diacritics: μιαιγαμία Low diacritics: μιαιγαμία Capitals: ΜΙΑΙΓΑΜΙΑ
Transliteration A: miaigamía Transliteration B: miaigamia Transliteration C: miaigamia Beta Code: miaigami/a

English (LSJ)

ἡ, unlawful wedlock, in plural, Suid.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, Befleckung durch Ehe, Blutschande, Suid., nach μιαιφονία gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

μιαιγᾰμία: ἡ, παράνομος γάμος, Καισάριος 920.

Greek Monolingual

μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)
μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιγάμος].