μικρομερής
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
or σμικρομερής, ές, (μέρος) consisting of small parts, Pl.Ti.60e (Comp.), 78b (Comp.), Arist.Metaph.989a1 (Sup.), Cael.303b27, Ptol.Alm.2.10 (Comp.). Adv. σμικρομερῶς = to a slight extent, PMasp.2.6 (vi A.D.).
German (Pape)
ές, aus kleinen Teilen bestehend, Arist. coel. 3.5 und Sp., wie Plut. plac.phil. 1.4; – μικρομερέστερος, Plat. Tim. 60e, superl. 78a.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρομερής: и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей (σῶμα Arst.; σχηματισμός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρομερής: ἢ σμικρ-, ές, (μέρος) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4.
Greek Monolingual
μικρομερής και σμικρομερής, -ές (Α)
αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη.
επίρρ...
μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α)
σε μικρή έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισομερής].