μισθοδοτώ

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

(Α μισθοδοτῶ, -έω) μισθοδότης
καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί.