μισοβασιλεύς
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
-έως, ὁ, king-hater, Plu.2.147a.
German (Pape)
[Seite 191] ὁ, Königshasser, Königsfeind, Plut. Sept. Sap. conv. 2.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
qui hait le roi, ennemi du roi.
Étymologie: μισέω, βασιλεύς.
Russian (Dvoretsky)
μῑσοβᾰσῐλεύς: έως ὁ ненавистник царей Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοβᾰσῐλεύς: ὁ, ὁ μισῶν τὸν βασιλέα, Πλούτ. 2. 147Α.
Greek Monolingual
μισοβασιλεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τον βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + βασιλεύς.