μνώα

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

μνῴα και μνωΐα και μνοΐα, ἡ (Α)
τάξη δούλων ή δουλοπάροικων στην Κρήτη η οποία συγκροτήθηκε με την εγκατάσταση τών Δωριέων στο νησί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δμώς, -ωός «δούλος», με τροπή του δμ- σε μν- (πρβλ. μεσόδμη: μεσόμνη)].