μογγολοειδής

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που είναι όμοιος με Μογγόλο
2. ιατρ. χαρακτηρισμός παιδιών που η όψη τους θυμίζει άτομο μουγολικής φυλής με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο επίκανθο
3. φρ. «μογγολοειδής γεωγραφική φυλή»
ανθρωπολ. ομάδα ανθρώπινων πληθυσμών που απαντούν στην ανατολική, νοτιοανατολική και κεντρική ανατολική Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mongoloid].