μοιραίνω

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source

Greek Monolingual

1. (για τη μοίρα) καθορίζω, προδιαγράφω το πεπρωμένο, ορίζω τη μοίρα ενός προσώπου, ιδίως κατά την ώρα της γέννησής του
2. προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάποιου
3. παροιμ. «η μάννα γεννάει, μα δε μοιραίνει» — τη ζωή τη δίνουν οι γονείς, αλλά την τύχη του καθένα οι Μοίρες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «πεπρωμένο» + κατάλ. -αίνω].