μολυβής

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ί μολύβι
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβδόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβί
το χρώμα του μολύβδου.