μοναδικότητα
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του μοναδικού, αποκλειστικότητα, σπανιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναδικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιω. Ασάνη].