μονομανής
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που κατέχεται από μία έμμονη ιδέα, που πάσχει από μονομανία
2. (για συμπεριφορά) αυτή που χαρακτηρίζει τον μονομανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].