μονομανής

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που κατέχεται από μία έμμονη ιδέα, που πάσχει από μονομανία
2. (για συμπεριφορά) αυτή που χαρακτηρίζει τον μονομανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].