μονόλογος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

μονόλογος: -ον, ὁ ὁμιλῶν μόνος καθ’ ἑαυτόν, Νικηφ. Πρεσβύτ. ἐν Χειρογρ. βίῳ Ἁγ. Ἀνδρέου τοῦ Σαλ.

Greek Monolingual

-ο (Μ μονόλογος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονόλογος
α) το να μιλά κάποιος μόνος του, ομιλία που απευθύνεται στο ίδιο το πρόσωπο που μιλά
β) συνεχής ομιλία που δεν επιτρέπει σε άλλους συζητητές να λάβουν τον λόγο
γ) μικρό σκηνικό έργο που παίζεται από έναν μόνο ηθοποιό
δ) φρ. «θεατρικός μονόλογος» — μέρος θεατρικού έργου στο οποίο ένας από τους ηθοποιούς απευθύνεται προς τους θεατές ή εκθέτει τις σκέψεις του είτε μόνος του στη σκηνή είτε με παρουσία άλλων ηθοποιών οι οποίοι παραμένουν σιωπηλοί
μσν.
αυτός που εκφωνείται μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -λογος].