μονόμφαλος

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμφαλος Medium diacritics: μονόμφαλος Low diacritics: μονόμφαλος Capitals: ΜΟΝΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monómphalos Transliteration B: monomphalos Transliteration C: monomfalos Beta Code: mono/mfalos

English (LSJ)

μονόμφαλον, with a single boss, IG2.1661,1665.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μονόμφαλος και μονομφάλιος, -ον)
νεοελλ.
(για τέρας) αυτός που έχει δύο σώματα αλλά έναν ομφαλό
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονόμφαλα
(ενν. πόπανα ή πλακούντια)
αυτά που έχουν ένα μόνο εξόγκωμα στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀμφαλός.