μοσχάτος

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

και μοσκάτος και μουσκάτος, -η, -ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, -η, -ον)
1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.)
2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο
α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών κρασοστάφυλων, η ρόγα τών οποίων έχει χαρακτηριστική αρωματική γεύση
β) (κατά συνεκδ.) ονομασία του επιδόρπιου φυσικού γλυκού αρωματικού κρασιού που παράγεται από τις ανωτέρω ποικιλίες σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (II) + κατάλ. -άτος < λατ. κατάλ. -atus (πρβλ. κρασάτος)].