μουντζούρωμα

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το μουντζωρώνω
1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο
2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός.