μουντζούρωμα
From LSJ
Greek Monolingual
και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το μουντζωρώνω
1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο
2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός.
και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το μουντζωρώνω
1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο
2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός.