Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουρλαίνω

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

μούρλος
1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω
2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του»)
β) ερεθίζω, ζαλίζω («τον μούρλανε με τα χάδια της»)
3. παθ. μουρλαίνομαι
κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά του μόλις το άκουσε»).