μούτσος
From LSJ
Greek Monolingual
ο
ναυτ. ναυτόπαιδο, μαθητευόμενος ναύτης χωρίς πείρα, νεαρής συνήθως ηλικίας, ο οποίος δεν έχει μια συγκεκριμένη ειδικότητα, εκπαιδεύεται όμως σε εργασίες του καταστρώματος, στη ναυτική τέχνη, αλλά και στις φορτώσεις πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mozzo].