μπανιέρα

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας
2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. φρουτιέρα)].