μπαντιέρα
From LSJ
Greek Monolingual
και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα)
σημαία, μπαϊράκι, λάβαρο
νεοελλ.
φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» — επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι
β) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» — ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandiera < banda «σημαία, λάβαρο»].