μπομπότα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η
1. αλεύρι από αραβόσιτο, αραβοσιτάλευρο, καλαμποκάλευρο
2. συνεκδ. ψωμί ή άλλο είδος ζυμαρικού ή γλύκισμα από καλαμποκάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο βεν. bobotta < boba].