ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
η1. αλεύρι από αραβόσιτο, αραβοσιτάλευρο, καλαμποκάλευρο2. συνεκδ. ψωμί ή άλλο είδος ζυμαρικού ή γλύκισμα από καλαμποκάλευρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο βεν. bobotta < boba].