μπροστάρης

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ο
1. το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι
2. μτφ. οδηγός, αρχηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -άρης].