μυαλωμένος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
και μνυαλωμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ορθή κρίση, συνετός, γνωστικός.
επίρρ...
μυαλωμένα
με σκέψη, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό, κατά τα μεγαλωμένος, δυναμωμένος].