μυγιάζομαι

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

μύγα
1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π'όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.)
2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν πουν στρέφεται εναντίον μου («μυγιάζεται με το παραμικρό»).