μυελοσάρκωμα

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

το
ιατρ. σάρκωμα αποτελούμενο από κύτταρα του μυελού τών οστών ή από κύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelosarcome (< μυελός + σάρκωμα)].