μυζώ

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

-άω (ΑΜ μυζῶ, Α ιων. τ. μυζέω)
ρουφώ με το στόμα την υγρή ουσία που περιέχεται κάπου, βυζαίνω, πιπιλίζω («η μέλισσα μυζά τον χυμό του άνθους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από το θ. μυζη- του αόρ. -μύζη-σα του μύζω (II) «πιπιλίζω, ρουφώ»].