μυλουργός

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλουργός Medium diacritics: μυλουργός Low diacritics: μυλουργός Capitals: ΜΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mylourgós Transliteration B: mylourgos Transliteration C: mylourgos Beta Code: mulourgo/s

English (LSJ)

μυλουργόν, making millstones, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 217] Mühlsteine machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλουργός: -όν, ὁ κατασκευάζων μυλοπέτρας, Λατ. siliciarius, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μυλουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ουργός (< ἔργον)].