μυξομύκητες

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

οι (μυκητ.) άλλη ονομασία για τα μυκητόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxomycete (< μύξα + μύκητας). Η λ., στον λόγιο τ. μυξομύκης, μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].