Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
μυροκοπῶ, -έω (Μ)αλείφω με μύρα, με αρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. κυνοκοπώ, χειροκοπώ].