μυστικό

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

το
1. αυτό που δεν ανακοινώθηκε ή δεν πρέπει να ανακοινωθεί σε άλλους, απόκρυφο, απόρρητο («δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό»)
2. μέσο ενέργειας άγνωστο στους πολλούς («το μυστικό της επιτυχίας του δεν το λέει σε κανέναν»)
3. καθετί το απροσπέλαστο, ακατανόητο, ανεξήγητο, μυστήριο («το μυστικό της ζωής και του θανάτου»)
4. φρ. «κοινό μυστικό» — γεγονός το οποίο, παρά το ότι προσπαθούν να το αποκρύψουν οι ενδιαφερόμενοι, ωστόσο είναι γνωστό σε πολλούς
5. παροιμ. «οι δύο κρατάν το μυστικό, οι τρεις το κουβεντιάζουν, οι τέσσερεις σ' άλλους το λεν κι οι πέντε το φωνάζουν» — όταν ένα απόκρυφο γεγονός είναι γνωστό έστω και σε λίγους γίνεται γρήγορα πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μυστικός].